- πλήρης
- πλήρης, ες полный
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
πλήρης — full of masc/fem acc pl (attic epic doric) πλήρης full of masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πλήρης full of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήρης — ες, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει ή περιέχει κάτι σε μεγάλη ποσότητα, ο γεμάτος με κάτι (α. «εισήγηση πλήρης αντιφάσεων» β. «το θέατρο ήταν πλήρες» γ. «ἄστυ πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ. δ. «ποταμόν πλήρη ἰχθύων», Ξεν. 2. ολόκληρος, χωρίς μείωση ή… … Dictionary of Greek
πλήρης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, γεμάτος, άφθονος, ακέραιος, άρτιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πληρέστερον — πλήρης full of adverbial comp πλήρης full of masc acc comp sg πλήρης full of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήρει — πλήρης full of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πλήρης full of masc/fem/neut dat sg πλήρεϊ , πλήρης full of dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήρη — πλήρης full of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πλήρης full of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πλήρης full of masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρεστάτων — πλήρης full of fem gen superl pl πλήρης full of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρεστέρων — πλήρης full of fem gen comp pl πλήρης full of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρέστατα — πλήρης full of adverbial superl πλήρης full of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρέστατον — πλήρης full of masc acc superl sg πλήρης full of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλῆρες — πλήρης full of masc/fem voc sg πλήρης full of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)